- μηλοπεπόνι
- το обл дыня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μηλοπεπόνι — και μηλοπέπονο, το ο καρπός τού φυτού πέπων ο κοινός … Dictionary of Greek
μηλοπέπονι — μηλοπέπων melon masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλοπέπονο — το βλ. μηλοπεπόνι … Dictionary of Greek